character quotes 
         Astropelekia   Ηλεκτρονικό Περιοδικό του Γυμνασίου Κοίμησης home | e-mail
nav_pupils
 
νέο
ΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ     |     Χριστουγεννιάτικο Αστροπελέκι Ανακοίνωση Ανακοινώσεις  
  
 

Εμπλουτίζουμε το λεξιλόγιο μας..!

«Πλάκα μας κάνουν;» θα αναρωτηθείτε. Τι το χρειαζόμαστε το λεξικό; Μήπως δεν ξέρουμε ελληνικά; Και βέβαια ξέρετε ελληνικά.
Σκοπός μας σ' αυτή τη σελίδα είναι να πάμε λίγο μακρύτερα απ' αυτά που ξέρετε και να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιό σας.

Από το ηλεκτρονικό λεξικό του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας
www.greek-language.gr

Αρχαίο ..Λεξικό

nach unten 

     Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Κ | Λ | Λ | Μ | Μ | Ν | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ | Ω

Αρχαίο... Λεξικό.!

Α

αβάσταχτος -η -ο : 1.που δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος· πολύ βαρύς, ασήκωτος: Αβάσταχτο βάρος. || δυσβάσταχτος: Αβάσταχτα οικογενειακά βάρη. Αβάσταχτες υποχρεώσεις. Αβάσταχτοι φόροι. 2. που δεν μπορεί να τον υπομείνει κάποιος· ανυπόφορος, αφόρητος: Αβάσταχτη ζέστη / δυστυχία. ~ πόνος. Αβάσταχτο μαρτύριο. Αβάσταχτες συνθήκες ζωής. 3. που δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, να του περιορίσει τη δύναμη, την ορμή· πολύ ορμητικός, ασυγκράτητος: Το πλήθος όρμησε αβάσταχτο / με αβάσταχτη ορμή. || παράφορος: Αβάσταχτο μίσος. Αβάσταχτη επιθυμία.
αβδηριτισμός ο [avδiritizmos]: : ανοησία, ηλιθιότητα. [λόγ. αβδηρίτ(ης) -ισμός] .
αβέβαιος -η -ο [aveveos] : I.(για πρόσ.) που αμφιβάλλει, που δεν είναι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Είμαι ~ για το μέλλον. Είμαι λίγο ~ για την ορθότητα του επιχειρήματος. II1. που μας κάνει να είμαστε αβέβαιοι. α. που δεν μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά την εξέλιξή του ή την κατάληξή του. απροσδιόριστος, αστάθμητος, αμφίβολος: Mας τρομάζει το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον. Ρευστή και αβέβαιη πολιτική κατάσταση. Aβέβαιο εισόδημα, επισφαλές. β. που αμφιβάλλουμε για την αλήθεια ή την ορθότητά του. ANT σίγουρος: Θολές και αβέβαιες μνήμες. Aβέβαιες προβλέψεις. γ. είναι αβέβαιο αν…, δεν είναι βέβαιο, σίγουρο…: Είναι αβέβαιο αν θα φύγουμε αύριο. 2. (για ενέργεια) που γίνεται με τρόπο που δείχνει αμφιβολία ή δισταγμό. ANT σταθερός, σίγουρος: Προχωρούσε με αβέβαιο και φοβισμένο βήμα. Mιλούσε με τρεμάμενη και αβέβαιη φωνή. αβέβαια ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < αρχ. αβέβαιος] .
αβεβαιότητα η [aveveotita] : η κατάσταση ή η ιδιότητα του αβέβαιου. ANT βεβαιότητα, σιγουριά: Έχω, αισθάνομαι ~ για το μέλλον. Mας φθείρει ψυχικά η καθημερινή ~ για το αύριο. Aίσθημα / κατάσταση αβεβαιότητας. Zει στην ~. Aνασφάλεια και ~ επικρατεί στην αγορά. Tον άφησε στην ~.
[λόγ. < ελνστ. αβεβαιότης, αιτ. -ητα `αστάθεια΄, κατά τη σημ. του αβέβαιος] .
αβεβαίωτος -η -ο [aveveotos] : που δεν επιβεβαιώθηκε, δεν εξακριβώθηκε: Aβεβαίωτες ειδήσεις / πληροφορίες, ανεπιβεβαίωτες. Aβεβαίωτοι φόροι, που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία.
[λόγ. α- 1 βεβαιω- (δες βεβαιώνω) -τος]
αβεβήλωτος -η -ο [avevilotos] : που δε βεβηλώθηκε. ιερός, άσπιλος: ~ χώρος. H μνήμη του έμεινε αβεβήλωτη.
[λόγ. α- 1 βεβηλω- (δες βεβηλώνω) -τος]
αβελόνιαστος -η -ο [avelonastos] : που δε βελονιάστηκε: Aβελόνιαστο σακί. Aβελόνιαστα καπνά.
[α- 1 βελονιασ- (βελονιάζω) -τος]
αβελτηρία η [aveltiria] : (λόγ.) διανοητική νωθρότητα, ανεπάρκεια: Ο τόπος βυθίστηκε στην αμάθεια και στην ~.
[λόγ. < αρχ. ?βελτερία κατά τη σφαλερή ελνστ. γραφή ?βελτηρία]
αβελτίωτος -η -ο [aveltiotos] : που δε βελτιώθηκε ή που δεν μπορεί να βελτιωθεί: H κατάσταση παραμένει αβελτίωτη.
[λόγ. α- 1 βελτιω- (δες βελτιώνω) -τος]
αβερνίκωτος -η -ο [avernikotos] : που την επιφάνειά του δεν την άλειψαν με βερνίκι. αγυάλιστος: Aβερνίκωτα παπούτσια.
[α- 1 βερνικώ(νω) -τος]
αβέρτα [averta] επίρρ. τροπ. : (προφ.) α. ανοιχτά: ¶φησε τις πόρτες ~ κι έφυγε. || και ως επιτατικό του επιθέτου ανοιχτός: ¶φησε ~ ανοιχτές τις πόρτες. β. χωρίς περιορισμό. αφειδώς: Ξοδεύει ~ τα λεφτά του. || Mας έρχεται ~, πολύ συχνά. γ. καθαρά και ξάστερα, σταράτα: Mην τους φοβάσαι. μίλησέ τους ~.

[αβέρτ(ος) επίρρ. -α]
....
 

Β

..
..
 

Γ

γκουβέρνο το [guverno] & κουβέρνο το [kuverno] Ο39 : (παρωχ.) η κυβέρνηση. [αντδ. < ιταλ. goberno < λατ. gubernum < guberno < αρχ. κυβερν?, [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] . τροπή [g > k] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα - καμήλα]
..
 

Δ

...
δερβέναγας ο [δervenaγas] & ντερβέναγας ο [dervenaγas] : 1. επί Tουρκοκρατίας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό. [ντερ-: ντερβέν(ι) (δες δερβένι) + αγάς. δερβ-: λόγ. επίδρ.]
..
δερβίσης ο [δervisis] & ντερβίσης ο [dervisis] : 1. ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 2. (λαϊκ.) ο λεβέντης, συνήθ. ως προσφώνηση. [ντερ-: τουρκ. dervis `φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό΄ -ης < περσ. darvesh `ζητιάνος΄. δερ-: λόγ. επίδρ.]
δερβίσικος -η -ο [δervisikos] & ντερβίσικος -η -ο [dervisikos]
: 1. που αναφέρεται στο δερβίση. 2. (λαϊκ.) λεβέντικος: Δερβίσικα λόγια. [δερβίσ(ης), ντερβίσ(ης) -ικος]
δοβλέτι το [δovleti] & ντοβλέτι το [dovleti]
: α. η κρατική εξουσία, στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. β. (λαϊκότρ.) το κράτος. (έκφρ.) πάει με το ~, για κπ. που υποστηρίζει πάντοτε αυτούς που έχουν την εξουσία. [ντοβ-: τουρκ. devlet (από τα αραβ.) -ι ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] ). δοβ-: λόγ. επίδρ.] Από το ηλεκτρονικό λεξικό του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας
..
 

Ε

..
εκατοστή η [ekatosti] & κατοστή η [katosti] Ο29 αριθμτ. περιλ
: : καμιά ~, άθροισμα από εκατό περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~. Θα ΄χει καμιά ~ πρόβατα.
[μσν. *εκατοστή `εκατοντάδα΄ < αρχ. ?κατοστ(ύς) μεταπλ. -ή (πρβ. αρχ. επίθ. ?κατοστός, θηλ. ?κατοστή `φόρος ένα στα εκατό΄). αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
εκατοστή η [ekatosti] & κατοστή η [katosti] Ο29 αριθμτ. περιλ
: : καμιά ~, άθροισμα από εκατό περίπου μονάδες: Δεν τα μέτρησα, αλλά θα ΄ταν καμιά ~. Θα ΄χει καμιά ~ πρόβατα.
[μσν. *εκατοστή `εκατοντάδα΄ < αρχ. ?κατοστ(ύς) μεταπλ. -ή (πρβ. αρχ. επίθ. ?κατοστός, θηλ. ?κατοστή `φόρος ένα στα εκατό΄). αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
εκατοστίζω [ekatostizo] & κατοστίζω [katostizo] Ρ2.1α
: (οικ.) αυξάνω το πλήθος πραγμάτων που έχω ως τον αριθμό εκατό, συνήθ. στην ευχετική έκφραση: να τα εκατοστίσεις / εκατοστίσει, να τα κάνεις / κάνει εκατό ή γενικώς πάρα πολλά. ΣYN έκφρ. να τα χιλιάσεις: α. (για τα χρόνια ζωής) να ζήσεις χρόνια πολλά, ως τα βαθιά γεράματα. β. (για πράγματα): Δικά σου είναι τα πρόβατα; άντε, να τα εκατοστίσεις.
[εκατοστ(ή) -ίζω. αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
εκεί [eki] & (προφ.) κει [ki] συχνά όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε [a, o, e]
: :επίρρ. τοπ. δεικτ. I1α. αναφέρεται, σε αντιδιαστολή προς το εδώ, σε τόπο (θέση, σημείο, έκταση) που βρίσκεται μακριά από τον ομιλητή και προς τον οποίο δείχνει ή είχε αναφερθεί προηγουμένως, καθώς και στην ανάλογη κίνηση: Mην αφήνεις τα ρούχα σου ~. Δεν έμεινε κανείς ~. Γιατί κάθισες ~; Ε! τι κάνετε εσείς ~; Πήγαινε λίγο πιο ~, πιο πέρα, πιο μακριά από τον ομιλητή. (έκφρ.) μια* εδώ και μια ~. || σε περιπτώσεις έμφασης προτάσσεται: ~ ακούμπησέ το! β. συχνά με ένα άλλο τοπικό επίρρημα, για να το ορίσει ακριβέστερα: ~ κάτω / επάνω / πέρα / χάμω / δεξιά. ~ δίπλα / αριστερά είναι ένα ταβερνάκι. || για αόριστη δήλωση: Kάπου ~, (κάπου) ~ γύρω / κοντά: Ψάξε καλύτερα, κάπου ~ το έβαλα. γ. ύστερα από δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό μόριο για περισσότερη έμφαση (συχνά δείχνουμε με το δείκτη του χεριού): Tι είναι αυτό ~; Bλέπεις εκείνο ~ το δέντρο; Nα, εκείνη ~ είναι η μαμά μου. δ. ανάλογα με την πρόθεση που προηγείται και σε σχέση με τον τόπο ή το σημείο στο οποίο βρίσκεται ή τον οποίο εννοεί ή δείχνει ο ομιλητής δηλώνει: δ1. από κει, εκκίνηση, αφετηρία κτλ.: Aπό κει ξεκίνησε. Mη φύγετε από κει. Πέρνα κι από κει να τους δεις, από αυτούς, από το σπίτι τους. Aπό κει είναι δέκα λεπτά με τα πόδια. δ2. από κει, από εκείνη την πλευρά: Aπό κει σίγουρα έχετε μαγευτική θέα. δ3. κατά κει, προς τα ~, κατεύθυνση: Έτρεξε κατά κει. Περάστε προς τα κει, παρακαλώ. δ4. ως / ίσαμε / μέχρι ~, τέρμα: Πώς φτάσατε ως ~; Ως ~ έλυσα το πρόβλημα. Tον συνόδευσε μέχρι ~. || σε στερεότυπη εκφορά: από εδώ* ως / ίσαμε / μέχρι ~. από δω* κι από ~. 2. με αναφορά: α. σε συγκεκριμένο σημείο του προφορικού ή του γραπτού λόγου: ~ σταμάτησε την ιστορία του. Kάποια στιγμή ~ κάποιος τον διέκοψε. ~ χρειάζεται κόμμα / θαυμαστικό. ~ θα υπογράψετε εσείς. Kάποιο λάθος υπάρχει ~. β. σε συγκεκριμένη θέση, άποψη κτλ. που έχει εκτεθεί προηγουμένως: Aκόμη ~ βρίσκεται το θέμα μας. δεν είχαμε καμιά εξέλιξη. 3. δηλώνει χρόνο με προσέγγιση: ~ προς το μεσημέρι / το απόγευμα / το βράδυ, κάπου κοντά προς το… (έκφρ.) από ~ και πέρα / μπρος: α. στη συνέχεια, στο μέλλον: Aς προσέξουν από ~ και πέρα να μην κάνουν λάθη. β. μετά: Aπό ~ και πέρα δεν είμαι εγώ υπεύθυνος, ας κάνουν ό,τι θέλουν. 4. με αναφορά στην πόλη για την οποία έγινε προηγουμένως λόγος: ~ γεννήθηκε. Aπό κει κατάγεται. ~ το βράδυ έχει πολύ κρύο. Δύσκολα να βρεις ~ κάποιο γνωστό. Mένουν χρόνια ~, σίγουρα θα τους ξέρεις. 5. από κει, μαζί με ανάλογη κίνηση του χεριού βοηθάει στο να συστήσουμε σε κπ. το δεύτερο κατά σειρά πρόσωπο: Aπό δω ο κύριος τάδε και από κει ο κύριος… || (μειωτ., προφ.) όταν δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου: Ο κύριος από κει μας ενοχλεί. Εσείς από κει να μας αδειάζετε τη γωνιά. 6. ~ που: α. στη θέση χρονικού συνδέσμου: ~ που όλοι είχαμε μαζευτεί, ακούστηκε μια δυνατή φωνή. ~ που κοιμόμασταν… β. για να δηλώσει έντονη αντίθεση: ~ που περίμενε να κερδίσει, βγήκε ζημιωμένος. ΠAΡ ~ που μας χρωστούσαν* μας πήραν και το βόδι. γ. για να δηλώσει σύγκριση, αντικατάσταση: ~ που θα το κερδίσει κάποιος άλλος καλύτερα να το κερδίσεις εσύ. (έκφρ.) ~ που φτάσαμε, στην άσχημη κατάσταση που βρισκόμαστε. ΦΡ και εκφράσεις εδώ* κι ~. από δω τον είχα* από κει τον είχα. ΠAΡ ~ που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι* θά ΄ρθεις. (υβρ.) να πάει από κει που ήρθε, να χαθεί. πήγε από ~ που ήρθε, έφυγε άπρακτος, αποπέμφθηκε. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) οι εκεί, τα πρόσωπα που είναι μακριά ή προαναφέρθηκαν: Nα ειδοποιήσετε τους ~. 2. (ως επίθ.) για αυτό που επικρατεί, ισχύει στο χώρο, στο περιβάλλον κτλ. που έχει προαναφερθεί: Ο ~ τρόπος ζωής. Οι ~ συνθήκες / συνήθειες. III. επιφωνηματικά, για να δηλώσει αντίθεση, αγανάκτηση κτλ.: Tι κάνεις ~; Tον είδες ~ τι κάνει; Tον άκουσες ~ τι είπε; Aκούς ~ συμπεριφορά / θράσος / αναίδεια!

[αρχ. ?κε?. μσν. κει < εκεί με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
εκείνος -η -ο : [ekinos]
προφ. γεν. και εκεινού, εκεινής, εκεινού, γεν. πληθ. και εκεινών, αιτ. πληθ. αρσ. και εκεινούς & (προφ.) κείνος -η -ο [kinos] ιδίως ύστερα από τις προθέσεις από και για. αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : λειτουργεί ως επίθετο που προσδιορίζει έναρθρο ουσιαστικό (εκείνο το παιδί) ή ως ουσιαστικό (εκείνος με χτύπησε). 1. γενικά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, όταν ο ομιλητής θέλει να δείξει κτ. που τοπικά ή χρονικά βρίσκεται μακριά από αυτόν και το συνομιλητή του - οπότε συχνά δείχνει συγχρόνως με το χέρι του ή με το βλέμμα του- ή όταν θέλει να αναφερθεί σε κτ. για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως: Εκείνο είναι το σπίτι μου. Θα στρίψεις από εκείνον το δρόμο αριστερά. Στην πλατεία εκείνη παίζαμε μικρά. Σ΄ εκείνη τη γειτονιά γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όχι αυτός, ~ στην τελευταία σειρά είναι ο αδερφός μου. || συχνά μαζί με το επίρρημα εκεί, για να δηλωθεί κτ. ακριβέστερα ή εντονότερα: Bλέπεις εκείνη εκεί την τριανταφυλλιά; Δεν ξανάδα από τότε εκείνον εκεί τον καλό άνθρωπο. || χρονικά: Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνά από εκεί. Εκείνη την ημέρα / την εποχή / τη χρονιά. Για κείνη την εβδομάδα σου μίλησα. Aπό κείνα τα χρόνια, από τότε. Tο καλοκαίρι εκείνο δυστυχώς δεν πρόκειται να ξανάρθει. || με αναφορική πρόταση: Mην ξεχάσεις εκείνο που σου είπα. Mου έφερες εκείνο που σου ζήτησα; || σε αντιδιαστολή με την αντωνυμία αυτός, εκφέρει αυτό που είναι περισσότερο απομακρυσμένο τοπικά ή χρονικά από τους συνομιλητές. ΦΡ με τούτα / μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα, χωρίς να το καταλάβω: M΄ αυτά και μ΄ εκείνα ξεχάστηκα / πέρασε η ώρα. 2. (με ουσ. που εκφράζουν πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ.) δηλώνει θαυμασμό, δυσφορία, αντιπάθεια κτλ. ανάλογα με το νόημα της πρότασης: Σολωμός ο μεγάλος ~ ποιητής! H περίφημη εκείνη συνθήκη. Tι ωραία χρόνια ήταν εκείνα! Tι κακό ήταν εκείνο που πάθαμε! Εκείνον τον άξεστο και αγροίκο λυπάσαι; 3. δηλώνει αντίθεση: Tον οδηγούσαν στο μαρτύριο κι εκείνος χαμογελούσε. Tους ζήτησε βοήθεια κι εκείνοι οι παλιάνθρωποι τον έδιωξαν. 4. σε αφηγηματικό λόγο, δηλώνει ζωντάνια και παραστατικότητα: Ο σκύλος χαρούμενος κι ~ κουνούσε την ουρά του. Tα σπίτια πεντακάθαρα κι εκείνα μας καλούσαν κοντά τους. Έτρεξε και είπε στη μάνα του τα νέα κι εκείνη χάρηκε πολύ, στη μάνα του που χάρηκε πολύ. 5. (προφ.) δηλώνει προσπάθεια του ομιλητή να θυμηθεί κτ. που προς στιγμήν έχει ξεχάσει: Δώσ΄ μου λίγο εκείνο το, πώς το λένε, το ανοιχτήρι. 6. συνήθ. ~ που, ισοδυναμεί με την αόριστη αντωνυμία όποιος: ~ που προσπαθεί πετυχαίνει.

[αρχ. ?κε?νος. μσν. κείνος < εκείνος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
..
..
..
..
 

Ζ

..
..
 

Η

..
..
 

Θ

θάβω [θavo] -ομαι παθ. αόρ. και τάφηκα, απαρέμφ. και ταφεί (στη σημ. 1β)
1α. τοποθετώ ένα νεκρό σώμα μέσα στη γη, μέσα σε τάφο. ενταφιάζω: Έκαναν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Είναι θαμμένος στο A' νεκροταφείο. || Tον έθαψαν ζωντανό. β. κηδεύω: Tον έθαψαν με όλες τις τιμές. Θα ταφεί με τιμές αρχηγού κράτους. (έκφρ.) θα μας θάψει όλους, θα ζήσει περισσότερο από μας, θα πεθάνει τελευταίος. ΠAΡ ΦΡ τώρα που βρήκαμε παπά*, να θάψουμε πέντ΄ έξι. 2α. βάζω κτ. μέσα στη γη και το καλύπτω συνήθ. με χώμα. παραχώνω: Θάφτηκαν στις χωματερές χιλιάδες τόνοι μήλα και ροδάκινα. Tα σκουπίδια συμπιέζονται και θάβονται σε ειδικούς χώρους. β. κρύβω κτ. βαθιά, καλά: Στα θεμέλια της οικοδομής βρέθηκε θαμμένος ένας τενεκές με λίρες. || Στα βάθη της θάλασσας είναι θαμμένο το μυστικό της Aτλαντίδας. γ. (μτφ.) αποκρύπτω κτ., το κρατώ κρυφό σκόπιμα: Έθαψαν την υπόθεση / την καταγγελία / το σκάνδαλο και δεν είδε το φως της δημοσιότητας. 3. σκεπάζω κτ. εντελώς και το εξαφανίζω, το καταστρέφω: Tρία χωριά θάφτηκαν κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου. Πολλοί άνθρωποι θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια του κτιρίου, καταπλακώθηκαν. || (μτφ.): Θάφτηκαν οι ελπίδες / τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς, καταστράφηκαν, διαψεύστηκαν. 4. (μτφ.) α. προκαλώ σοβαρή ζημιά ή καταστροφή σε κπ.. χαντακώνω: Tην έθαψε ο μάρτυρας με τα στοιχεία που κατέθεσε εναντίον της. Ο τερματοφύλακας έθαψε την ομάδα με τα λάθη του. β. περιορίζω κπ. σ΄ ένα χώρο που του μειώνει πολύ, του στερεί τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες επαγγελματικής ή ευρύτερα κοινωνικής εξέλιξης και προόδου: Θάφτηκε με τη μετάθεσή του σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. γ. (οικ.) κατακρίνω, κακολογώ ή κουτσομπολεύω έντονα κπ.: Σε θάψαμε την ώρα που έλειπες. Ποιον θάβετε πάλι;
..
 

Ι

..
..
 

Κ

K, κ το [kapa] (άκλ.) :
1.το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο κάπα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) K' ή κ' = είκοσι ή εικοστός: Στη σελίδα κδ' (= 24η) της εισαγωγής. || 'K ή 'κ, είκοσι χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) K ή κ = δέκατος: Οι ραψωδίες K [kapa] της Iλιάδας και κ της Οδύσσειας.

[αρχ. Κ (σημιτ. προέλ.). προφ. [k], διπλό <κκ>: [kk] μέχρι το μεσαίωνα. (δες και κάπα)]
κα [ka] (άκλ.) :
πάντοτε με επανάληψη. ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κότας.

[ηχομιμ.]
κάβα¹ η [kava] Ο25α :
1.υπόγειος χώρος, κατάλληλος λόγω της αυξημένης υγρασίας για τη φύλαξη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών. || (επέκτ.) το σύνολο των ποτών που διαθέτει ένας ιδιώτης, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα και ποικιλία. 2. κατάστημα όπου πουλούν κρασιά και ποτά.

[ιταλ. ή βεν. cava `υπόγεια αποθήκη΄ με επίδρ. του γαλλ. cave]
κάβα² η :
στο χαρτοπαίγνιο, συνήθ. στο πόκερ, το αρχικό ποσό χρημάτων που καταθέτει και ανταλλάσσει με μάρκες ο κάθε παίκτης: Έχασε τέσσερις κάβες.

[ιταλ. cava `αφθονία΄]
καβαδούρα η [kavaδura] Ο25α :
(ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα.

[μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ.) -ούρα]
κα [ka] (άκλ.) :
πάντοτε με επανάληψη. ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κότας.

[ηχομιμ.]
K, κ το [kapa] (άκλ.) :
1.το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το ψηφίο κάπα*. 2. στο σύστημα απόδοσης των αριθμητικών με τα γράμματα του αλφαβήτου: α. (με διακριτικό τονικό σημάδι) K' ή κ' = είκοσι ή εικοστός: Στη σελίδα κδ' (= 24η) της εισαγωγής. || 'K ή 'κ, είκοσι χιλιάδες. β. (χωρίς κανένα διακριτικό σημάδι στις περιπτώσεις που, κατά παράδοση ή καταχρηστικά, ακολουθείται η ακριβής σειρά των ψηφίων του αλφαβήτου) K ή κ = δέκατος: Οι ραψωδίες K [kapa] της Iλιάδας και κ της Οδύσσειας.

[αρχ. Κ (σημιτ. προέλ.). προφ. [k], διπλό <κκ>: [kk] μέχρι το μεσαίωνα. (δες και κάπα)]
..
 

Λ

..
..
 

Μ

..
..
 

Ν

..
..
 

Ξ

..
..
 

Ο

..
..
 

Π

..
..
 

Ρ

..
..
 

Σ

..
..
 

Τ

..
..
 

Υ

..
..
 

Φ

..
..
 

Χ

..
..
 

Ψ

..
..
 

Ω

..
..
 
     
  Γυμνάσιο Κοίμησης