|
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973)
|
|
|
|
|
Ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Ηλία Βενέζη είναι και η Αιολική Γη. |
Το περιεχόμενο του είναι η πρωτότυπη διήγηση από τις καλοκαιρινές διακοπές του μικρού Πέτρου στο υποστατικό του παππού του στα Κιμιντένια, βουνά της Μ. Ασίας απέναντι από τη Μυτιλήνη στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί παραθερίζει κάθε καλοκαίρι με τις τέσσερις αδελφές του, τη Λένα, την ¶ρτεμη, την Αγάπη και την Ανθίππη.
" Ο μικρός πρωταγωνιστής μιλά για τις περιπέτειές που έζησε εκεί με την αγαπημένη του αδελφή την ¶ρτεμη, τα όνειρα που έκαναν μαζί, τις διαφωνίες τους, μα περισσότερο για την αδελφική αγάπη που τους ένωνε βαθιά. Περιγράφει ακόμα τους χαρακτήρες παράξενων και μελαγχολικών ανθρώπων που γνώρισε και διηγείται λυπητερές ιστορίες για αγάπες που χάθηκαν εξαιτίας της φτώχειας και της ηλικιακής διαφοράς. Το τελευταίο γεγονός που αφηγείται ο μικρός Πέτρος είναι ο εκπατρισμός της οικογένειάς του, αλλά και των άλλων κατοίκων της Μ. Ασίας, κάτω από την απειλή των Τούρκων."....
Η Αιολική Γη έχει κυκλοφορήσει σε πολλές χώρες και έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Οι κριτικές που έχει εισπράξει είναι πολύ καλές και μπορούν να το διαβάσουν μικροί και μεγάλοι. Υπάρχει και στην βιβλιοθήκη του σχολείου μας..!
|
|
..... |
|
|
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ (1904-1973) |
Από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους του 20ού αιώνα,
με μικρασιατικές ρίζες και έργο εμπνευσμένο από τον ξεριζωμό και τα προβλήματα
των προσφύγων, που βίωσε και ο ίδιος, γέννημα γαρ του Αϊβαλιού από
κεφαλλονίτικης καταγωγής πατέρα και από Μυτιληνιά μητέρα.
Το 1922 δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί σε πλοίο, αιχμαλωτίστηκε
από τους Τούρκους και στάλθηκε στα λεγόμενα «εργατικά τάγματα», όπου έμεινε
πάνω από έναν χρόνο και την περιπέτεια εκείνη κατά προτροπή του συμπατριώτη της
μητέρας του και ήδη γνωστού λογοτέχνη Στρατή Μυριβήλη πέρασε στο χαρτί.
Έτσι προέκυψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το νούμερο 31328»,
που είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο της προσφυγιάς και γνώρισε και μεταφράσεις
στο εξωτερικό. Στην Αθήνα της δεκαετίας του 30 και ενώ είχε αρχίσει να γράφει,
κατηγορήθηκε από το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά ως «αναρχικό στοιχείο» και
υπέστη διώξεις.
Λίγα χρόνια μετά αντιμετώπισε την ίδια κατηγορία από τις
κατοχικές αρχές, επειδή «παρακινούσε σε εξέγερση κατά των Γερμανών τους τραπεζικούς
υπαλλήλους» και κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Γλίτωσε την εκτέλεση χάρη σε
κινητοποίηση των πνευματικών ανθρώπων της εποχής...
Και όχι μόνο αυτό. Κατάφερε να αποδώσει και τη νέα του
περιπέτεια σε ένα θαυμάσιο θεατρικό έργο -το μοναδικό του- με τίτλο «Μπλοκ C»,
ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε το αριστούργημα «Αιολική γη», μνημείο καρδιάς του
προσφυγικού κόσμου, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών νέων λογοτεχνών της
δεκαετίας του 50, μεταξύ των οποίων και του Γ. Ιωάννου.
Η «Γαλήνη», ο «Ωκεανός» και το «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων»,
που συνυπογράφει μαζί με τους Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη είναι το υπόλοιπα
μυθιστορήματα του Βενέζη, ενώ από τα διηγήματά του ξεχωρίζουν τα «Μανώλης
Λέκας»,«Αιγαίο», «Ανεμοι», «Αρχιπέλαγος», «Ωρα Πολέμου», «Οι νικημένοι». Έγραψε
επίσης και πολλές ταξιδιωτικές αφηγήσεις, όπως «Φθινόπωρο στην Ιταλία»,
«Αμερικανική γη», «Εφταλού» κ.ά.
Πηγή: www.ethnos.gr/entheta |
|
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ Η ελεγεία του πόνου στο «Νούμερο 31328» |

«Ήταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Όλοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη...
Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
- Να ξεχάσω! είπα απλά.
- Πρέπει να τα γράψεις όλα.
- Όλα; ρώτησα με αγωνία.
- Όλα».
Έτσι άρχισαν όλα. Ο Ηλίας Βενέζης μόλις έχει γυρίσει στη Μυτιλήνη, ύστερα από την αιχμαλωσία του από τους νικητές Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής, και περιγράφει σε μια συνέντευξή του («Απογευματινή», 5.6.1969) πώς ο Μυριβήλης τον έπεισε να αρχίσει να γράφει τα δεινά του. Από αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες προέκυψε η άτυπη τριλογία Αιολική Γη, Το Νο 31328, Γαλήνη, η οποία εκφράζει και τις τρεις περιόδους των περιπετειών των Ελλήνων της αιολικής γης, πριν, κατά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το Νούμερο 31328 είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. Όταν γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το Νούμερο 31328, τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις περάσει, αλλά στην ελληνική λογοτεχνία δεν είχε καταγραφεί ικανοποιητικά, όπως σημειώνουν οι έλληνες κριτικοί της ιστορίας της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τους ξένους συγγραφείς που είχαν δώσει μερικά εμβληματικά μυθιστορήματα (Ρεμάρκ, Μπαρμπύς, Ντορζελές κ.ά). Ο Ηλίας Βενέζης τολμά να ασχοληθεί νωρίς με την καυτή ύλη που συγκροτεί η προσωπική του περιπέτεια.
Πρόκειται για ένα βιβλίο-ντοκουμέντο με θέμα τη ζωή στα Τάγματα Εργασίας (τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού») και αφηγητή και πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα. Τα Τάγματα Εργασίας τα είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με τους πρώτους διωγμούς από το 1914 και αποτέλεσαν χώρο μαρτυρίου για χιλιάδες ανθρώπους μετά τη μικρασιατική ήττα. Ο Βενέζης σύρθηκε βίαια στα Τάγματα Εργασίας και είναι ένας από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν. Το βιβλίο του είναι ένα συνεχές σφυροκόπημα του αναγνώστη με εξιστορήσεις βασανιστηρίων, εξευτελισμών και οδυνηρών πόνων. Ο άνθρωπος είναι ένας αριθμός, χωρίς πρόσωπο, που σέρνεται μέσα στο βασανιζόμενο πλήθος, μια ύπαρξη χωρίς κανενός είδους αξία, μέσα στη φρίκη, στον παραλογισμό και στην παραφροσύνη του πολέμου. Οι κριτικοί σημειώνουν ότι ο Βενέζης δεν κάνει διάκριση

Ο Ηλίας Βενέζης
στον οίκτο του ανάμεσα σε βασανιζόμενους και βασανιστές. Και αυτό είναι κάτι που θα του δώσει παγκόσμια αξία και αναγνώριση. Λίγο αργότερα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα καταστήσει το Νούμερο 31328 επίκαιρο και πάλι.
Το βιβλίο είναι ένα συγκλονιστικό χρονικό για τον σωματικό πόνο. Όταν κάποιος κριτικός σημείωνε για το ύφος του βιβλίου «έχει κάτι απ΄ τη φονική λαμπρότητα των πολεμικών όπλων, τη φονική λαμπρότητα του αδυσώπητου φωτός», ο ίδιος ο Βενέζης απάντησε: «Αλλά εγώ δε μιλώ για το ύφος. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του. Για την ανθρώπινη καρδιά που σπαράζει, όχι για την ψυχή. Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής».
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος χαρακτηρίζει το Νούμερο 31328 «το πιο λογοτεχνικό κείμενο, ανάμεσα στα θεματικώς συγγενή βιβλία, αν δεν υπήρχε το όψιμο επίτευγμα του Κοσμά Πολίτη, το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου (1962), με πρωταγωνιστή την ίδια την πόλη της Σμύρνης προ και κατά τη διάρκεια της Καταστροφής». Σημειώνει, μάλιστα, ότι «αξίζει να μελετηθούν περισσότερο οι αναλογίες, τα κοινά σημεία και η δραστικότητα των έργων αυτών, όπως η πρώιμη Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1928) του Στρατή Δούκα, βιβλίο με το οποίο ανοίγει ο κύκλος των λογοτεχνικών έργων για τα γεγονότα της Μικρασίας, και η περισσότερο φιλόδοξη, μα όχι πάντοτε επιτυχής σύνθεση της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα χώματα (1962)»
www.tovima.gr/books-ideas/article |
|
Το νούμερο 31328, Εκδόσεις Εστίας, Αθήνα 1931, σελ. 95-97
|
1. Μας βγάζουν στην αυλή. Είχε ήλιο άφθονο - χωρίς σκοπό. ¶ρχισαν να 'ρχουνται πάλι ντόπιοι, άγριοι, σκληροί σα σίδερα. Μας κοίταζαν. Γύρευαν φιρί-φιρί αν είχαμε κανέναν Aρμένη. Η λύσσα τους γι' αυτουνούς ήταν δέκα φορές πιο πολλή.
Δεν είχαμε.
¶ξαφνα τρεις στάθηκαν από πάνου μας, από μένα και τον Aργύρη.
Τυλίγαμε κείνη την ώρα τα ποδάρια μας με τα παλιοτσούβαλα, ετοιμάζοντας τα για το δρόμο. Είδα τις σκιές τους που στάθηκαν.
- Ε! λέει αυστηρά ο ένας απ' τους τρεις. Γυρίσαμε.
Χώνουν τα μάτια τους στο μούτρο του Αργύρη. Ψάχναν.
- Δεν είναι, λέει ο ένας δισταχτικά.
- Είναι σου λέω! φωνάζει ο άλλος. Τώρα θα δεις! Και γυρίζοντας στον Αργύρη τον διατάζει:
- ¶νοιξε το στόμα σου!
Το άνοιξε - έτσι να φανούν τα δόντια του.
- Βλέπετε; φωνάζει με χαρά το Τουρκί.
Στη σειρά τ' άσπρα δόντια του Αργύρη έλαμπε ένα χρυσό δόντι. Γυάλιζε στον ήλιο - σα γυναίκα, τόσο ωραία.
- Γκιαούρ! βλαστήμησαν τότες κι οι τρεις μαζί και τρέξαν να βγουν όξω.
- Ηλία... μουρμουρίζει ανήσυχο το παιδί. Τι θέλαν;
Τίποτα. Πέρασε κάμποση ώρα, το ξέχασε. Ήταν και τ' όνειρο που τον είχε γεμίσει ουρανό, η χρυσή λάσπη.
Σε μια ώρα ξεκινήσαμε. Μας παράλαβε άλλη πόστα. Δεν είχαμε βγει ακόμα όξω απ' το χωριό όταν είδαμε να 'ρχεται κοντά στο απόσπασμα ένα τσούρμο καμιά πενηνταριά ντόπιοι Τούρκοι. Μας σταμάτησαν. Ψάχναν στη γραμμή μας κάτι γυρεύοντας. Τέλος στάθηκαν σ' εμάς τους δυο.
- Τσαούς, λέει ένας απ' τους τρεις που ήταν στην αυλή. Αυτόν θα μας τον δώσεις.
Δείχνανε τον Αργύρη. Ο λοχίας πλησίασε. Του εξηγούν: Τούτος, του λένε, ήταν αστυνομικός στα χρόνια της ελληνικής κατοχής, έκαμε το και το. Θα μας τον δώσεις.
Το παιδί δίπλα μου άρχισε να τρέμει. Τον κοίταξα: ένα κίτρινο χρώμα πασπάλισε το μούτρο του όπου δεν ήταν λάσπη.
- Εγώ;... Εγώ;... τραύλιζε.
- Κοίταξε το στόμα του! δείχνανε οι πολίτες στο λοχία. Είχε ένα χρυσό δόντι. Κοίταξε το!
- Εγώ πήγαινα σχολειό..., έλεγε το παιδί. Να, από δω ήταν συμμαθητής μου. Ποτές δεν έχω έρθει κατά δω...
Μα όσο μιλούσε τόσο τον σουσούμιαζαν. Όλο το τσούρμο τώρα ούρλιαζε:
- Θα μας τον δώσεις! Θα μας τον δώσεις!
Οι τσέτες τραβήχτηκαν λίγο παράμερα με το λοχία. Πις, πις. Η χαρά άστραψε στα πρόσωπα τους σαν το δόντι.
- Εμπρός!
Αρχίσαμε να βαδίζουμε. Από πίσω, απ' τα πλάγια ακολουθούσε το τσούρμο βουίζοντας. Ο κίνδυνος σπιρούνιαζε τον αγέρα, το παιδί μου έσφιγγε τη χούφτα. Τ' αδύνατα δάχτυλα του τρέμαν. Τα κρατούσα - έτσι χεράκι-χεράκι. Μια παλιοντενεκεδένια κατσαρόλα ήταν πεταμένη στο δρόμο. Ένας απ' το τσούρμο την πήρε και την έχωσε στο κεφάλι του Αργύρη. Τα μεγάλα σγουρά γλιτσασμένα μαλλιά κρύφτηκαν.
- Ηλία!... Ηλία!... Θα με σκοτώσουν... Του σφίγγω το χέρι πιο πολύ:
- Σώπα...
- Αρκαντάς... (σύντροφε), αρκαντάς..., γυρίζει, έξαλλο, στο στρατιώτη που βάδιζε δίπλα μας. Δεν είμαι εγώ...
Αταραξία.
- Σου λέω, δεν είμαι, αρκαντάς...
- Γκιαούρ! φωνάζει τότες ο στρατιώτης. Σώπασε φοβισμένο.
Βγήκαμε όξω απ' το χωριό.
- Κάτσετε χάμου!
Καθίσαμε. Τότες ένας άντρας αψηλός και βαρύς μας πλησιάζει. Έκρυβε τα χέρια πίσω στις πλάτες του. Δεν τα βλέπαμε. Στυλώνει μια ματιά στον Αργύρη.
- Βγάλ' το αυτό! του λέει άγρια για την κατσαρόλα.
Το παιδί τρέμει. Βγάζει την κατσαρόλα, την απιθώνει χάμου και σηκώνει στο δήμιο τα δακρυσμένα μάτια του. Αυτός, αργά, λύνει τα χέρια του. Κι απότομα, σα ζαρκάδι, του κατεβάζει μια, μ' ένα σφυρί που κρατούσε, στο κεφάλι. Η κραυγή του παιδιού σκίζει τον αγέρα σα λεπίδι. Τα ψιλά δάχτυλα που με σφίγγαν χαλάρωσαν.
Όλο το τσούρμο μουντάρησε σ' αυτό το σύνθημα. Τον τράβηξαν στην άκρη, κι ένα σωρό χέρια κουνιούνταν, ανέβαιναν, κατέβαιναν.
Δεν πρόφταξα να δω τίποτ' άλλο. Οι στρατιώτες μας σήκωσαν εμάς τους άλλους. Ξαναρχίσαμε το δρόμο. Μας σπρώχνανε, τρέχαμε. Μόλις ακούγαμε ένα-δυο τελευταίες κραυγές πιο αδύνατες που διαλύονταν. Τις ρουφούσε η σκόνη.
Περπατήσαμε όλη τη μέρα. |
|
|
|
|
|